- ἀποκαμπτός
- ἀπο-καμπτός, όν,A bent, Sch.Opp.H.1.205.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀποκαμπτοῦ — ἀποκαμπτός bent masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)